Του Παναγιώτη Κυριακούλια*
Τα συνδικάτα στην εποχή του Μνημονίου
Η
εφαρμογή των αλλεπάλληλων Μνημονίων κατά τα τελευταία τρία χρόνια, πέραν
των πρωτόγνωρων ανατροπών που έχει επιφέρει στις ατομικές εργασιακές
σχέσεις και τα εργασιακά δικαιώματα, έχει προκαλέσει επιπρόσθετα και
τεκτονικές αλλαγές στο σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων /
συλλογικών συμβάσεων εργασίας, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί από το 1990
(Ν. 1876/90).
Οι
ανατροπές αυτές, θέτουν ήδη και μάλιστα με τρόπο εξαιρετικά επιτακτικό
και επείγοντα, κυριολεκτικά υπαρξιακό ζήτημα για τα συνδικάτα, τόσο
για την επιβίωση όσο και για τη συνέχιση της λειτουργίας τους,
τουλάχιστον με τη σημερινή τους οργανωτική δομή.
Η
δυνατότητα του συνδικαλιστικού κινήματος να παρεμβαίνει (μέσω του
προϋπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου των συλλογικών συμβάσεων), και να
συνδιαμορφώνει ουσιαστικά τους μισθούς και τις εργασιακές σχέσεις τόσο
σε εθνικό επίπεδο (ΕΓΣΣΕ), όσο και σε κλαδικό επίπεδο (κλαδικές ΣΣΕ),
εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό ένα ελάχιστο επίπεδο αμοιβών και όρων
εργασίας για τη μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων, καταργείται από την
εφαρμογή των αλλεπάλληλων Μνημονίων και μάλιστα με τρόπο βίαιο και
απότομο.
Η
δυνατότητα αυτή, προσέδιδε κατά το παρελθόν στο σ.κ., έναν ιδιαίτερα
σημαντικό πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό ρόλο, παρά τα εξαιρετικά
χαμηλά ποσοστά συμμετοχής των εργαζομένων στα συνδικάτα (χαμηλή
συνδικαλιστική πυκνότητα), ιδίως στον ιδιωτικό τομέα.
Ο ρόλος αυτός παύει ουσιαστικά να υφίσταται.
Με τα δύο
πρώτα Μνημόνια, επήλθε η κατάργηση των βασικών εργαλείων παρέμβασης των
συνδικάτων στη διαμόρφωση των εργασιακών σχέσεων, ενώ έπονται και νέες
παρεμβάσεις στον τρόπο καθορισμού του κατώτατου εθνικού μισθού με την
απόδοση της σχετικής αρμοδιότητας στην εκάστοτε κυβέρνηση και με τις
κορυφαίες οργανώσεις εργοδοτών και εργαζομένων να αποκτούν ρόλο
«συμβουλευτικού κομπάρσου»
Τα θεμελιώδη «θεσμικά» εργαλεία των συνδικάτων που ήδη καταργήθηκαν με σειρά μνημονιακών νόμων, είναι:
α) η
εφαρμογή της αρχής της ευνοϊκότερης συλλογικής ρύθμισης για τον
εργαζόμενο σε περίπτωση συρροής περισσότερων της μιας ΣΣΕ, γεγονός που
είχε ως αποτέλεσμα οι ελάχιστοι μισθοί και οι όροι εργασίας να
διαμορφώνονται με τη μορφή μιας προστατευτικής πυραμίδας: στη βάση η
ΕΓΣΣΕ για όσους δεν καλύπτονταν από καμία ΣΣΕ, στη μέση οι κλαδικές και
ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ και στην κορυφή οι ευνοϊκότερες επιχειρησιακές
ΣΣΕ,
β) το
υψηλό ποσοστό κάλυψης και προστασίας των εργαζομένων μέσω των ΣΣΕ, το
οποίο κατοχυρωνόταν μέσα από το μηχανισμό της επέκτασης των ΣΣΕ και της
κήρυξής τους ως γενικά υποχρεωτικών με Υπουργική Απόφαση για το σύνολο
των εργοδοτών, γεγονός που επιπρόσθετα προσέδιδε αυξημένο και ζωτικό
ρόλο ύπαρξης στα κλαδικά σωματεία και στις κλαδικές ομοσπονδίες, ενώ
ταυτόχρονα διασφάλιζε την αποφυγή μισθολογικού ντάμπιγκ σε μεγάλο βαθμό
γ) η
δυνατότητα μέσω της μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία και έκδοσης
Διαιτητικής Απόφασης, ώστε «στο τέλος της ημέρας» να υπάρχει συλλογική
ρύθμιση και βασικός μισθός για τον κλάδο και εν συνεχεία με τον τρόπο
αυτό να υφίσταται και να εφαρμόζεται μια ελάχιστη συλλογική
μισθολογική και εργασιακή προστασία για το σύνολο σχεδόν των μισθωτών
στη χώρα μας. Μάλιστα, δεν είναι τυχαίο ότι ο θεσμός της Διαιτησίας του
Ν. 1876/90 καθόλη την 20ετή λειτουργία του (με στοιχεία και του ίδιου
του ΟΜΕΔ), λειτούργησε κατά κανόνα ως εξισορροπητικός παράγοντας για
την προστασία των πλέον «αδύναμων» εργαζομένων σε επιμέρους κλάδους
του ιδιωτικού τομέα και στις μικρές επιχειρήσεις χωρίς δυνατότητα
συγκρότησης συνδικαλιστικής οργάνωσης και έκφρασης μέσα στους χώρους
εργασίας
δ) η
δυνατότητα του συνδικαλιστικού κινήματος να διαθέτει τους ελάχιστους
απαραίτητους οικονομικούς πόρους μέσω της εισφοράς της Εργατικής Εστίας
και έτσι να υφίσταται οργανωτικά, ώστε να επιτελεί βασικές λειτουργίες
και δράσεις.
Με την
κατάργηση όλων των παραπάνω «εργαλείων» είναι σήμερα ορατός ο κίνδυνος
κατάρρευσης κυριολεκτικά των συνδικαλιστικών οργανώσεων και ιδίως των
κλαδικών συνδικάτων λόγω απουσίας ρόλου, αντικειμένου, αλλά και
οικονομικής αδυναμίας για τη συνέχιση της λειτουργίας τους.
Η
παρατήρηση αυτή αφορά και τη ΓΣΕΕ, όπου με την κατάργηση της ΕΓΣΣΕ
αφαιρείται η κορυφαία λειτουργία της στη διαμόρφωση των εργασιακών
σχέσεων στη χώρα μας καθώς και ο πολιτικοκοινωνικός της ρόλος.
Η τυχόν
«αποστέωση» όμως του συνδικαλιστικού κινήματος από το θεσμικό του ρόλο
στη διαμόρφωση της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, θέτει και
μεγάλα ερωτηματικά και ως προς την επιτέλεση βασικών λειτουργιών,
ακόμα και αυτού του αστικού δημοκρατικού πολιτεύματος, όπως ιστορικά
διαμορφώθηκε μέσα και από τους εργατικούς κοινωνικούς αγώνες.
Οι χρόνιες παθογένειες του συνδικαλιστικού κινήματος
Σε σχέση
με τις παραπάνω εξελίξεις, έρχονται πλέον στο προσκήνιο ταυτόχρονα και
με δραματικό τρόπο, όλες οι χρόνιες οργανωτικές και άλλες παθογένειες
του συνδικαλιστικού κινήματος, με αποτέλεσμα και σε συνδυασμό με τις
σημερινές συνθήκες του Μνημονίου, της βαθιάς ύφεσης, τα δραματικά
ποσοστά ανεργίας (εφεδρικός στρατός), την κατάργηση των ΣΣΕ και την
οικονομική κατάσταση των συνδικάτων που περιγράφηκε πιο πάνω, να
διαμορφώνουν ένα ζοφερό σκηνικό για το παρόν και το μέλλον των
συνδικάτων.
Οι παθογένειες αυτές, τις οποίες επί χρόνια αναδεικνύουμε, είναι συνοπτικά:
α) ο
οργανωτικός κατακερματισμός σε πολυάριθμα μικροσκοπικά πρωτοβάθμια
σωματεία, εργατικά κέντρα και ομοσπονδίες, ως αποτέλεσμα της οργανωτικής
δομής που επέβαλε Ν. 1264/82
β) η
έντονη παραταξιοποίηση – κομματικοποίηση των συνδικάτων σε όλα τα
επίπεδα, με αποτέλεσμα αυτά να χάνουν τον πρωταρχικό τους
προσανατολισμό, την αυθεντική δηλαδή υπεράσπιση των εργατικών
συμφερόντων σε ταξική και αλληλέγγυα βάση και με κριτήριο την ενότητα
των συμφερόντων της εργατικής τάξης και όχι με κριτήριο τις κομματικές
στοχεύσεις
γ) ο
έντονα συντεχνιακός ή / και πελατειακός τους χαρακτήρας, ο οποίος πολλές
φορές αποτυπώνεται και στις διεκδικήσεις τους. Στην κατεύθυνση αυτή
λειτουργεί ενισχυτικά η οργανωτική κυριάρχηση των ΔΕΚΟ εντός της ΓΣΕΕ,
η οργάνωση με βάση το επάγγελμα σε πολλές κατηγορίες μισθωτών, η οποία
κατά κανόνα παρέχει αυξημένες δυνατότητες διεκδίκησης στενών
επαγγελματικών συμφερόντων καθώς και η προϊούσα αδυναμία του σ.κ. να
οργανώσει και να εκπροσωπήσει τους πλέον αδύναμους εργαζόμενους στον
ιδιωτικό τομέα με αποτέλεσμα το ποσοστό συνδικαλισμού να είναι από
χαμηλότατο έως ανύπαρκτο
δ) η
μετάλλαξή τους σε γραφειοκρατικά μορφώματα και όχι σε ζωντανά κύτταρα,
όπου η πραγματική συμμετοχή και η δημοκρατική λειτουργία να αποτελούν
κίνητρο για την οργάνωση και τη συμμετοχή των εργαζομένων
ε) η
ενσωμάτωση του σ.κ. στο σύστημα και ο ισχυρός εναγκαλισμός του με την
εξουσία (κυβερνητική, κομματική, εργοδοτική), μέσω της απόλυτης σχεδόν
υιοθέτησης του «κοινωνικού εταιρισμού» αλλά και της «συνδιαχείρισης»
θεσμών και οργανισμών κοινωνικής πολιτικής, γεγονός που αποτελεί το
υπόβαθρο πελατειακών εξυπηρετήσεων ακόμα όμως και για την ύπαρξη
φαινομένων διαφοράς και προσωπικών απολαβών.
στ) η
χρόνια οικονομική τους εξάρτηση από το κράτος αλλά όχι μόνο από αυτό,
καθώς τα τελευταία χρόνια τα συνδικάτα «μπήκαν χοντρά στο παιγνίδι» των
κοινοτικών προγραμμάτων και «απορρόφησης» κονδυλίων στο πλαίσιο των
«κοινωνικών εταίρων» (ιδίως σε επίπεδο ΓΣΕΕ), χωρίς καν στρατηγική
στόχευση, στοιχειώδη σχεδιασμό και απτά αποτελέσματα για τους
εργαζόμενους.
Τα συνδικάτα σε κρίση
Όλες οι
παραπάνω χρόνιες παθογένειες έχουν πια οδηγήσει το συνδικαλιστικό
κίνημα σε μια κατάσταση μεγάλης απαξίωσης και απονομιμοποίησης στη
συνείδηση των εργαζομένων και της πλειοψηφία των πολιτών.
Είναι
παθογένειες, οι οποίες μέσα στις σημερινές μνημονιακές συνθήκες, όχι
μόνο μπορούν να «κρυφτούν κάτω από το χαλί», αλλά αναδεικνύονται έντονα
και τις καθιστούν ακόμα πιο δύσκολα ιάσιμες.
Με άλλα λόγια τα συνδικάτα σήμερα βιώνουν μια άνευ προηγουμένου κρίση σε πολλαπλά επίπεδα, που:
α) Είναι
κρίση ιδεολογίας, αρχών και αξιών που υπηρετούν, αφού έχουν απομακρυνθεί
από τις διαχρονικές ισχυρές συλλογικές αξίες και τα ιδανικά του
εργατικού κινήματος, που δεν είναι άλλα από τον αυθεντικό (και όχι
κομματικά οριζόμενο) ταξικό προσανατολισμό, την ενότητα δράσης στη βάση
των κοινών συμφερόντων, την αλληλεγγύη και την ισότητα
β) Είναι
κρίση μαζικοποίησης: ραγδαία μείωση μελών, αδυναμία προσέλκυσης νέων
μελών, απώλεια οργανωτικής ικανότητας αλλά και ικανότητας κινητοποίησης
γ) Είναι
κρίση κοινωνική, ηθική καθώς και κρίση δημοκρατικής νομιμοποίησης:
αρνητική εικόνα των συνδικάτων και των συνδικαλιστών στην κοινωνία και
τους εργαζόμενους
δ) Είναι κρίση κύρους και αξιοπιστίας απέναντι στον κόσμο της μισθωτής εργασίας
ε) Είναι
κρίση αντιπροσώπευσης: επίπλαστοι συσχετισμοί, οργανώσεις σφραγίδες,
«κλειστά» συνδικάτα, αποκλεισμός των επισφαλών εργαζομένων από τα
«επίσημα» συνδικάτα
στ) Είναι
κρίση εσωτερικής δημοκρατικής λειτουργίας: κομματικοί ανταγωνισμοί
χωρίς αρχές, γραφειοκρατία, απουσία συνεννόησης για ελάχιστη κοινή
ενωτική δράση.
Το δύσκολο αύριο των συνδικάτων.
Μέσα σε
αυτό το σχεδόν ζοφερό σκηνικό, που εντείνεται και αναπαράγεται από τις
επιπτώσεις του μνημονίου στις εργασιακές σχέσεις, στο αμέσως επόμενο
διάστημα κρίνεται η ίδια η επιβίωση των συνδικάτων.
Κατά
συνέπεια η προσπάθεια ανασυγκρότησης του σ.κ. αποτελεί κρίσιμης σημασία
ζήτημα, στο οποίο πρέπει να συμβάλλουμε με όλες μας τις δυνάμεις.
Στην
κατεύθυνση αυτή είναι καιρός πια να επεξεργαστούμε με σοβαρή διάθεση
και με ευθύνη, ρεαλιστικές προτάσεις και να επιδιώξουμε άμεσα και χωρίς
καθυστερήσεις οργανωτικές δράσεις και μέτρα, ταυτόχρονα σε δύο επίπεδα:
α) ουσιαστική συζήτηση στο εσωτερικό του συνδικαλιστικού κινήματος σε όλες τις βαθμίδες του, αλλά και μέσα στη ΓΣΕΕ,
β) επίπονη προσπάθεια προσέγγισης και οργάνωσης των εργαζομένων στα συνδικάτα εν μέσω Μνημονίου
Οι κίνδυνοι από τις επιπτώσεις του Μνημονίου στο συνδικαλιστικό κίνημα είναι ήδη ορατοί και κινούνται στις εξής κατευθύνσεις:
α) έχει
αρχίσει το «μαράζωμα» των κλαδικών σωματείων και ομοσπονδιών, εξαιτίας
της αφαίρεσης του ρόλου τους στο πεδίο των συλλογικών συμβάσεων, αλλά
ταυτόχρονα αναφύονται μεγάλα ερωτηματικά και ως προς τη συνολική
πορεία της λειτουργία και προοπτικής του σ.κ., στο πλέον κορυφαίο
επίπεδο, αυτό της ΓΣΕΕ
β)
παρατηρείται ισχυροποίηση της διαμόρφωσης των μισθών και των όρων
εργασίας στο επίπεδο της επιχείρησης ή/και σε ατομικό επίπεδο και με το
δεδομένο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων απασχολείται σε
επιχειρήσεις κάτω των 20 ατόμων
γ)
υπάρχει σημαντική αύξηση των επιχειρησιακών σωματείων σε επιχειρήσεις
άνω των 20 ατόμων καθώς και πολλαπλασιασμός των «ενώσεων προσώπων» με
εργοδοτική πρωτοβουλία και όχι εργατική πρωτοβουλία.
γ) είναι
ήδη σε εξέλιξη οι μεγάλες αλλαγές που θα συντελεστούν στις ΔΕΚΟ μέσω των
ιδιωτικοποιήσεων και οι οποίες θα συντείνουν στη συνολική αποδυνάμωση
του συνδικαλιστικού κινήματος και θα έχουν ευρύτερες επιπτώσεις και
στην οργανωτική δομή του σ.κ. και στη βαρύτητα του ρόλου τους στο
εσωτερικό του.
δ) η
οικονομική ασφυξία, η οποία θα οδηγήσει είτε σε κλείσιμο οργανώσεων,
είτε στη συγχώνευση σωματείων – ομοσπονδιών, με όρους ανάγκης και όχι
ως αποτέλεσμα ενός οργανωτικού σχεδιασμού.
Σκέψεις για την αναγκαία ανασυγκρότηση των συνδικάτων
Αν όλα τα
παραπάνω ισχύουν, είναι κάτι παραπάνω από εμφανές ότι θα πρέπει να
ξεκινήσει άμεσα και χωρίς καθυστερήσεις μια ανοιχτή, ειλικρινής και
σοβαρή συζήτηση στο εσωτερικό του συνδικαλιστικού κινήματος με όλες τις
δυνάμεις που το συγκροτούν.
Αυτή τη
συζήτηση: και πρέπει να την επιδιώξουμε, και πρέπει να την επιβάλλουμε
και πρέπει να την οριοθετήσουμε ως προς τις βασικές της αρχές, χωρίς
όμως φοβικά σύνδρομα, αποκλεισμούς. Με ιδεολογικές αρχές αλλά χωρίς
ιδεοληπτικές εμμονές.
Οι αρχές
της ενότητας, της αλληλεγγύης, της μαζικής συμμετοχής, της αυτονομίας,
της οικονομικής αυτοδυναμίας, της αυθεντικής εκπροσώπησης και της
εσωτερικής δημοκρατίας πρέπει επιτέλους να σαρώσουν τις κομματικές,
συντεχνιακές, πελατειακές και σεχταριστικές λογικές, η επικράτηση των
οποίων είναι ο ασφαλής δρόμος για την οριστική χρεοκοπία του σ.κ.
Πολύ
επιγραμματικά απαιτείται: α) πραγματική επιστροφή στη βάση, στους
εργασιακούς χώρους και στα πρωτοβάθμια σωματεία β) επίμονος αγώνας για
ουσιαστική επαφή-ενημέρωση και οργάνωση των εργαζομένων, γ) ενίσχυση των
επιχειρησιακών σωματείων με ταξικό πρόσημο και ίδρυση νέων αλλά και
ταυτόχρονη ενδυνάμωση και μαζικοποίηση των κλαδικών σωματείων που θα
συνδέονται με τους χώρους εργασίας, ε) αγώνας για την κατάργηση των
ενώσεων προσώπων και την καθιέρωση - νομική αναγνώριση σωματειακών
επιτροπών των κλαδικών σωματείων σε όλες τις επιχειρήσεις κάτω των 20
ατόμων και στις επιχειρήσεις όπου δεν υπάρχει επιχειρησιακό σωματείο.
Από αυτή
τη συζήτηση δεν μπορεί να λείψει ούτε ο κόσμος των ανέργων, για τον
οποίον θα πρέπει ως συνδικάτα να βρούμε επιτέλους πρακτικούς τρόπους
επαφής, δικτύωσης, στήριξης και ένταξης του μέσα στο συνδικαλιστικό
κίνημα.
Τέλος,
είναι καιρός πια να γίνει μια σοβαρή κουβέντα για τη συγχώνευση των
συνδικαλιστικών οργανώσεων (ομοσπονδιών και εργατικών κέντρων), με
κορυφαία κίνηση την αναγκαία πλέον ενοποίηση των ΓΣΕΕ –ΑΔΕΔΥ, ιδίως
σήμερα που οι μισθοί και συνθήκες εργασίας μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου
τομέα συγκλίνουν ως αποτέλεσμα του Μνημονίου.
Αν όντως
θέλουμε τα συνδικάτα να επιβιώσουν, θα πρέπει να τα αλλάξουμε και
μάλιστα με εξαιρετικά τολμηρές οργανωτικές παρεμβάσεις και δράσεις.
Ο Παναγιώτης Κυριακούλιας είναι Οργανωτικός Γραμματέας της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδος και Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της Αυτόνομης Παρέμβασης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου